Γιορτή λήξης
Tετάρτη 8 Ιουνίου 2011
7.30μ.μ.: Γιορτή λήξης στον προαύλιο χώρο του ΚΔΑΠ με ανοιχτό εργαστήρι θεατρικού παιχνιδιού, ζωγραφικής και έκθεση παιδικού-νεανικού βιβλίου.
Το ανοιχτό εργαστήρι θεατρικού παιχνιδιού, βασίζεται στο βιβλίο της Φύλιας Δενδρινού «Το νυσταγμένο φεγγάρι» και στηρίζεται στο έργο του Ελβετού ζωγράφου Paul Klee (1879-1940). Τα παιδιά μέσα από τα παιχνίδια θεατρικής έκφρασης και τον «διάλογο» ανάμεσα στο θεατρικό κείμενο και την αναπαράσταση των έργων του ζωγράφου, θα ανακαλύψουν τα κρυμμένα στοιχεία που βρίσκονται σε ένα έργο τέχνης και τον σεβασμό του καλλιτέχνη απέναντι στον άνθρωπο, στη φύση, στην ίδια τη ζωή.
9.00 μ.μ.: «Ο Καραγκιόζης και ο μαύρος της Ανατολής», ηρωική παράσταση από το "Ελληνικό Θέατρο Σκιών" του Μιχάλη Χατζάκη.
Ο Μιχάλης
Χατζάκης γεννήθηκε το 1945 στην Αθήνα και πρωτογνώρισε τον «Καραγκιόζη» από τον
παλιό μάστορα της τέχνης Γιώργο Κουτσούρη. Κατόπιν μαθήτευσε και συνεργάστηκε
για πολλά χρόνια με τους μεγάλους καραγκιοζοπαίχτες Γιώργο Χαρίδημο και Δημήτρη Μόλλα. Κατά το
χρονικό διάστημα 1992 -1994 δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Θεατρολογία και
Παραμυθόδραμα και από το 1994 συνεργάζεται με το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης – τμήμα Νηπιαγωγών. Το 1982 ίδρυσε το Ελληνικό Θέατρο Σκιών Λαμίας
(πρώτο χειμερινό θέατρο στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου σκιών) που με 1000
και πλέον εμφανίσεις σε ελληνικά και διεθνή φεστιβάλ θεωρείται σήμερα ένα από
τα πιο γνωστά μικροθέατρα στην Ευρώπη. Έχει γράψει πολλά θεατρικά έργα,
διηγήματα, ποιήματα, επιφυλλίδες και χρονογραφήματα και παράλληλα μελέτες και
αναλύσεις για το θέατρο σκιών.
Ο Μιχάλης Χατζάκης περιγράφει με γλαφυρό τρόπο πως διέσωσε την παράσταση που πρόκειται να παρουσιαστεί:
«Το «Μαύρο της Ανατολής» μου τον
διηγήθηκε ο Δημήτρης Μόλλας ( Δημήτρης Μόλλας (1917-1987) καραγκιοζοπαίχτης.
Ένας από τους μεγαλύτερους στοχαστές και ζωγράφους που κοσμήσανε αυτή την
τέχνη. Γιος του περιβόητου καραγκιοζοπαίχτη Αντώνη Μόλλα (1871-1949).
Χειμώνας του 1984 στη Λαμία, στο θεατράκι μου της οδού Σκληβανιώτου.
Μπροστά στη σόμπα του γκαζιού και με το τσίπουρο στο χέρι ανακαλούσε μες στη μνήμη του παλιές «μονόπρακτες» ηρωικές. Εγώ θυμάμαι σκάλιζα ένα μεμέτι και προκαλούσα με τον τρόπο μου τ’ αλαργινά ταξίδια του στο παρελθόν. Με το καραφάκι να ρέει την ευδαιμονία του, το γίδινο τυρί, τη ζέστη να τσιρίζει στο μικρό χώρο του εργαστηρίου και με τα ρυθμικά χτυπήματα του κοπιδιού επάνω στο χαρτόνι ο Μόλλας διάβαινε στα μαγικά πατήματα της νιότης. Ξάφνου μου είπε:
- Τη θυμήθηκα.
- Ποια;
- Τη «Μονομαχία». Μια παράσταση παλιά που έπαιζε ο πατέρας μου και είχε πάντα πέραση.
Κι άρχισε να μου διηγείται με τη βαριά κι αλάθητη φωνή του τα τρομερά καμώματα του «Μαύρου της Ανατολής». Ήταν απλή σαν ένα κλωναράκι δυόσμου. Και μόνο η σκέψη ότι αυτό το σιγαλό κελάηδημα του λαϊκού μας οίστρου γλίτωσε παρά τρίχα από τη λήθη μ’ έκανε να αναριγήσω για όσα χάνονται στη δίνη και οδύνη της καθημερινότητας. Παράτησα όσα έκανα και του ‘πα:
- Ξεκινάμε.
- Για πού;
- Για την αναβίωση του «Μαύρου».
- Σ’ άρεσε τόσο που δε θες να την κοιλοπονέσεις;
Αντί για απάντηση του έδωσα μολύβι και χαρτί και σε λιγότερο από δέκα λεπτά μου είχε έτοιμα τα σχέδια του Μαύρου και του Αμπτούλ, του πονηρού συντρόφου του. Τα άλλα όλα ήταν πια δική μου υπόθεση.
Άναψαν τα κοπίδια, οι σέγες και τα πριονάκια κι από κοντά ο γραφίτης επάνω στο χαρτί του μέτρου που γένναγε τους αρειμάνιους φουστανελάδες. Παράλληλα η φαντασία γέμιζε και χρωμάτιζε τα λόγια της υπόθεσης.
Όταν την έπαιξα, διαπίστωσα για μια φορά ακόμα ότι τα ρόδα αναδεικνύονται μέσα απ’ τα πράσινα και ταπεινά φυλλώματα τους. Κι ο «Μαύρος της Ανατολής» ήταν μια τέτοια ολοπράσινη συστάδα.»